- λεπτοσίνιον
- λεπτο-σίνιον, τό, a kind of fruit(?), PPetr.3p.154 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοσίνιον — λεπτοσίνιον, τὸ (Α) πάπ. πιθ. είδος καρπού … Dictionary of Greek